προτίθεμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προτίθεμαι < αρχαία ελληνική προτίθεμαι, μέση φωνή του ρήματος προτίθημι < πρό + τίθημι
Ρήμα επεξεργασία
προτίθεμαι
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
προτίθεμαι
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
προτίθεμαι
- προτίθεμαι
- θέτω κάτι ενώπιόν μου, το προβάλλω, το θέτω ως προτεραιότητα
- συγκαλώ συμβούλιο
- αυτοπροτείνομαι, προβάλλομαι, ξεπροβάλλομαι