προτίθημι
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΡήμαΕπεξεργασία
προτίθημι
- τοποθετώ μπροστά, θέτω κάτι ενώπιον άλλων, το προβάλλω, το παρουσιάζω, το προτείνω, το προτιμώ, το προτάσσω, επιβάλλω να προταχθεί, εκθέτω κάτι προς πώληση, προβάλλω κάτι ως υπεκφυγή ή πρόφαση
- ρίπτω μπροστά, πετάω κάτι
- ορίζω ως βραβείο, ορίζω ποινή
- εκθέτω νεκρό προς ταφή
- (στη μέση φωνή) προτίθεμαι: θέτω κάτι ενώπιόν μου, το προβάλλω, το θέτω ως προτεραιότητα (όπως και το ενεργητικό)
- (στη μέση φωνή) συγκαλώ συμβούλιο.
- προτείνω τον εαυτό μου, προβάλλομαι, μου επιτρέπω κάτι
Επεξεργασία
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- προτίθεμαι (στα νέα ελληνικά)