Δείτε επίσης: προστίθημι

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προτίθημι < πρό + τίθημι

προτίθημι

  1. τοποθετώ μπροστά, θέτω κάτι ενώπιον άλλων, το προβάλλω, το παρουσιάζω, το προτείνω, το προτιμώ, το προτάσσω, επιβάλλω να προταχθεί, εκθέτω κάτι προς πώληση, προβάλλω κάτι ως υπεκφυγή ή πρόφαση
  2. ρίπτω μπροστά, πετάω κάτι
  3. ορίζω ως βραβείο, ορίζω ποινή
  4. εκθέτω νεκρό προς ταφή
  5. (στη μέση φωνή) προτίθεμαι: θέτω κάτι ενώπιόν μου, το προβάλλω, το θέτω ως προτεραιότητα (όπως και το ενεργητικό)
  6. (στη μέση φωνή) συγκαλώ συμβούλιο.
  7. προτείνω τον εαυτό μου, προβάλλομαι, μου επιτρέπω κάτι [[Κατηγορία:Σελίδες που χρειάζονται προσοχή (Πρότυπο:εδώ είχε γραφτεί από τον πρώτο συντάκτη ότι είναι παθητικής διάθεσης, αλλά οι ορισμοί αντιστοιχούν σε μέση)]]

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία