Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

σχεδιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχεδιάζω (< σχέδιον), σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική esquisser, dessiner & αγγλική design

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /sxe.ðiˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχε‐δι‐ά‐ζω

  ΡήμαΕπεξεργασία

σχεδιάζω, αόρ.: σχεδίασα, παθ.φωνή: σχεδιάζομαι, π.αόρ.: σχεδιάστηκα, μτχ.π.π.: σχεδιασμένος

  1. απεικονίζω κάτι με ακρίβεια
  2. (μεταφορικά) προγραμματίζω την πραγματοποίηση μιας ιδέας

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

ΚλίσηΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

  ΑναφορέςΕπεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία

ζητούμενο λήμμα

  ΠηγέςΕπεξεργασία