σχεδιάζω
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σχεδιάζω < αρχαία ελληνική σχεδιάζω < σχέδιον
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /sxɛ.ði.ˈa.zɔ/
ΡήμαΕπεξεργασία
σχεδιάζω
- απεικονίζω κάτι με ακρίβεια
- (μεταφορικά) προγραμματίζω την πραγματοποίηση μιας ιδέας
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη σχέδιο
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΚλίσηΕπεξεργασία
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | σχεδιάζω | σχεδίαζα | θα σχεδιάζω | να σχεδιάζω | σχεδιάζοντας | |
β' ενικ. | σχεδιάζεις | σχεδίαζες | θα σχεδιάζεις | να σχεδιάζεις | σχεδίαζε | |
γ' ενικ. | σχεδιάζει | σχεδίαζε | θα σχεδιάζει | να σχεδιάζει | ||
α' πληθ. | σχεδιάζουμε | σχεδιάζαμε | θα σχεδιάζουμε | να σχεδιάζουμε | ||
β' πληθ. | σχεδιάζετε | σχεδιάζατε | θα σχεδιάζετε | να σχεδιάζετε | σχεδιάζετε | |
γ' πληθ. | σχεδιάζουν(ε) | σχεδίαζαν σχεδιάζαν(ε) |
θα σχεδιάζουν(ε) | να σχεδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | σχεδίασα | θα σχεδιάσω | να σχεδιάσω | σχεδιάσει | ||
β' ενικ. | σχεδίασες | θα σχεδιάσεις | να σχεδιάσεις | σχεδίασε | ||
γ' ενικ. | σχεδίασε | θα σχεδιάσει | να σχεδιάσει | |||
α' πληθ. | σχεδιάσαμε | θα σχεδιάσουμε | να σχεδιάσουμε | |||
β' πληθ. | σχεδιάσατε | θα σχεδιάσετε | να σχεδιάσετε | σχεδιάστε | ||
γ' πληθ. | σχεδίασαν σχεδιάσαν(ε) |
θα σχεδιάσουν(ε) | να σχεδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω σχεδιάσει | είχα σχεδιάσει | θα έχω σχεδιάσει | να έχω σχεδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις σχεδιάσει | είχες σχεδιάσει | θα έχεις σχεδιάσει | να έχεις σχεδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει σχεδιάσει | είχε σχεδιάσει | θα έχει σχεδιάσει | να έχει σχεδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε σχεδιάσει | είχαμε σχεδιάσει | θα έχουμε σχεδιάσει | να έχουμε σχεδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε σχεδιάσει | είχατε σχεδιάσει | θα έχετε σχεδιάσει | να έχετε σχεδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν σχεδιάσει | είχαν σχεδιάσει | θα έχουν σχεδιάσει | να έχουν σχεδιάσει |
|