προγραμματίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προγραμματίζω < (πρόγραμμα) προγραμματ- + -ίζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική programmer ή την αγγλική program [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.ɣɾa.maˈti.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐γραμ‐μα‐τί‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαπρογραμματίζω, αόρ.: προγραμμάτισα, παθ.φωνή: προγραμματίζομαι, π.αόρ.: προγραμματίστηκα, μτχ.π.π.: προγραμματισμένος
- σχεδιάζω τις ενέργειες που πρόκειται να κάνω
- (για αυτόματες συσκευές, μηχανές) βάζω σε λειτουργία ένα πρόγραμμα
- (πληροφορική) συγγράφω τον κώδικα προγράμματος
- βάζω στη μνήμη μιας συσκευής μία επιλογή προγράμματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προγραμματίζω | προγραμμάτιζα | θα προγραμματίζω | να προγραμματίζω | προγραμματίζοντας | |
β' ενικ. | προγραμματίζεις | προγραμμάτιζες | θα προγραμματίζεις | να προγραμματίζεις | προγραμμάτιζε | |
γ' ενικ. | προγραμματίζει | προγραμμάτιζε | θα προγραμματίζει | να προγραμματίζει | ||
α' πληθ. | προγραμματίζουμε | προγραμματίζαμε | θα προγραμματίζουμε | να προγραμματίζουμε | ||
β' πληθ. | προγραμματίζετε | προγραμματίζατε | θα προγραμματίζετε | να προγραμματίζετε | προγραμματίζετε | |
γ' πληθ. | προγραμματίζουν(ε) | προγραμμάτιζαν προγραμματίζαν(ε) |
θα προγραμματίζουν(ε) | να προγραμματίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προγραμμάτισα | θα προγραμματίσω | να προγραμματίσω | προγραμματίσει | ||
β' ενικ. | προγραμμάτισες | θα προγραμματίσεις | να προγραμματίσεις | προγραμμάτισε | ||
γ' ενικ. | προγραμμάτισε | θα προγραμματίσει | να προγραμματίσει | |||
α' πληθ. | προγραμματίσαμε | θα προγραμματίσουμε | να προγραμματίσουμε | |||
β' πληθ. | προγραμματίσατε | θα προγραμματίσετε | να προγραμματίσετε | προγραμματίστε | ||
γ' πληθ. | προγραμμάτισαν προγραμματίσαν(ε) |
θα προγραμματίσουν(ε) | να προγραμματίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω προγραμματίσει | είχα προγραμματίσει | θα έχω προγραμματίσει | να έχω προγραμματίσει | ||
β' ενικ. | έχεις προγραμματίσει | είχες προγραμματίσει | θα έχεις προγραμματίσει | να έχεις προγραμματίσει | έχε προγραμματισμένο | |
γ' ενικ. | έχει προγραμματίσει | είχε προγραμματίσει | θα έχει προγραμματίσει | να έχει προγραμματίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε προγραμματίσει | είχαμε προγραμματίσει | θα έχουμε προγραμματίσει | να έχουμε προγραμματίσει | ||
β' πληθ. | έχετε προγραμματίσει | είχατε προγραμματίσει | θα έχετε προγραμματίσει | να έχετε προγραμματίσει | έχετε προγραμματισμένο | |
γ' πληθ. | έχουν προγραμματίσει | είχαν προγραμματίσει | θα έχουν προγραμματίσει | να έχουν προγραμματίσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) προγραμματισμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) προγραμματισμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) προγραμματισμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) προγραμματισμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | προγραμματίζομαι | προγραμματιζόμουν(α) | θα προγραμματίζομαι | να προγραμματίζομαι | ||
β' ενικ. | προγραμματίζεσαι | προγραμματιζόσουν(α) | θα προγραμματίζεσαι | να προγραμματίζεσαι | ||
γ' ενικ. | προγραμματίζεται | προγραμματιζόταν(ε) | θα προγραμματίζεται | να προγραμματίζεται | ||
α' πληθ. | προγραμματιζόμαστε | προγραμματιζόμαστε προγραμματιζόμασταν |
θα προγραμματιζόμαστε | να προγραμματιζόμαστε | ||
β' πληθ. | προγραμματίζεστε | προγραμματιζόσαστε προγραμματιζόσασταν |
θα προγραμματίζεστε | να προγραμματίζεστε | (προγραμματίζεστε) | |
γ' πληθ. | προγραμματίζονται | προγραμματίζονταν προγραμματιζόντουσαν |
θα προγραμματίζονται | να προγραμματίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | προγραμματίστηκα | θα προγραμματιστώ | να προγραμματιστώ | προγραμματιστεί | ||
β' ενικ. | προγραμματίστηκες | θα προγραμματιστείς | να προγραμματιστείς | προγραμματίσου | ||
γ' ενικ. | προγραμματίστηκε | θα προγραμματιστεί | να προγραμματιστεί | |||
α' πληθ. | προγραμματιστήκαμε | θα προγραμματιστούμε | να προγραμματιστούμε | |||
β' πληθ. | προγραμματιστήκατε | θα προγραμματιστείτε | να προγραμματιστείτε | προγραμματιστείτε | ||
γ' πληθ. | προγραμματίστηκαν προγραμματιστήκαν(ε) |
θα προγραμματιστούν(ε) | να προγραμματιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω προγραμματιστεί | είχα προγραμματιστεί | θα έχω προγραμματιστεί | να έχω προγραμματιστεί | προγραμματισμένος | |
β' ενικ. | έχεις προγραμματιστεί | είχες προγραμματιστεί | θα έχεις προγραμματιστεί | να έχεις προγραμματιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει προγραμματιστεί | είχε προγραμματιστεί | θα έχει προγραμματιστεί | να έχει προγραμματιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε προγραμματιστεί | είχαμε προγραμματιστεί | θα έχουμε προγραμματιστεί | να έχουμε προγραμματιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε προγραμματιστεί | είχατε προγραμματιστεί | θα έχετε προγραμματιστεί | να έχετε προγραμματιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν προγραμματιστεί | είχαν προγραμματιστεί | θα έχουν προγραμματιστεί | να έχουν προγραμματιστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι προγραμματισμένος - είμαστε, είστε, είναι προγραμματισμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν προγραμματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν προγραμματισμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι προγραμματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι προγραμματισμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι προγραμματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι προγραμματισμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία προγραμματίζω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προγραμματίζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας