Δείτε επίσης: ἀπεικονίζω

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απεικονίζω < (ελληνιστική κοινήἀπεικονίζω

  Ρήμα επεξεργασία

απεικονίζω (παθητική φωνή: απεικονίζομαι)

  1. αναπαριστώ εικαστικά κάτι που αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου (κυρίως την όραση)
  2. (μεταφορικά) δείχνω, εκφράζω παραστατικά

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία