Δείτε επίσης: ἀπεικονίζω

Ετυμολογία

επεξεργασία

απεικονίζω (παθητική φωνή: απεικονίζομαι)

  1. αναπαριστώ εικαστικά κάτι που αντιλαμβάνομαι με τις αισθήσεις μου (κυρίως την όραση)
  2. (μεταφορικά) δείχνω, εκφράζω παραστατικά

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία