draw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
draw | draws |
draw (en)
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | draw |
γ΄ ενικό ενεστώτα | draws |
αόριστος | drew |
παθητική μετοχή | drawn |
ενεργητική μετοχή | drawing |
αγγλικά ανώμαλα ρήματα |
draw (en)
- σχεδιάζω, σκιτσάρω
- (μεταβατικό) συνάγω, βγάζω συμπέρασμα, έχω μια συγκεκριμένη ιδέα αφού έχω μελετήσει κάτι ή το έχω σκεφτεί
- ↪ I draw a conclusion.
- Βγάζω ένα συμπέρασμα.
- ↪ I draw a conclusion.
- (αμετάβατο) κοντεύω
- ↪ The day drew to a close.
- Η μέρα κόντευε να τελειώσει.
- ↪ The day drew to a close.
- τραβάω
- αντλώ
- ↪ motherboard, RAM, CPU, etc, are all drawing power from the power supply
- μητρική πλακέτα, μνήμη RAM, CPU, κ.λπ., αντλούν ενέργεια από το τροφοδοτικό (Απόδοση: το Βικιλεξικό.)
- ↪ motherboard, RAM, CPU, etc, are all drawing power from the power supply
- (μεταβατικό) βγάζω, παίρνω υγρό ή αέριο από κάπου
- ↪ I draw water from a well.
- Βγάζω νερό από πηγάδι.
- ↪ I draw water from a well.
Δείτε επίσης
επεξεργασία- Λήμματα με τον όρο 'draw' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
- Λήμματα με 'draw' στην Κατηγορία:Αγγλική γλώσσα στο Βικιλεξικό
Πηγές
επεξεργασία- draw (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- draw (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162, 464. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω, κοντεύω