σημασιολογικό δάνειο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σημασιολογικό δάνειο < → δείτε τις λέξεις σημασιολογικός και δάνειο, σημασιολογικό δάνειο από τη γερμανική Lehnübersetzung και γαλλική emprunt [1] → δείτε τις λέξεις σημασιολογία και μεταφραστικό δάνειο
Προφορά επεξεργασία
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
σημασιολογικό δάνειο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) δανεισμένη επιπλέον σημασία για μια λέξη που ήδη προϋπάρχει σε μια γλώσσα
Δείτε επίσης επεξεργασία
- γλωσσικό δάνειο: για γλωσσολογικούς όρους που σχετίζονται με τα γλωσσικά δάνεια
- λήμματα-σημασιολογικά δάνεια στο Βικιλεξικό
- λήμματα-σημασιολογικά δάνεια στο Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεταφράσεις επεξεργασία
σημασιολογικό δάνειο
επεξεργασία
- ↑ δάνειο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.