emprunt
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- emprunt < emprunter
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
emprunt | emprunts |
emprunt (fr) αρσενικό