emprunter
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- emprunter < δημώδης λατινική impromutuare
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.pʁœ̃.te/
- ⓘ
Ρήμα επεξεργασία
emprunter (fr)
- δανείζομαι
- (μεταφορικά) παίρνω (έναν δρόμο, ένα μονοπάτι)
- (παρωχημένο) μιμούμαι