emprunteur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- emprunteur < emprunter
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɑ̃.pʁœ̃.tœʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | emprunteur | emprunteurs |
θηλυκό | emprunteuse | emprunteuses |
emprunteur (fr)
- o δανειολήπτης - η δανειολήπτρια