emprunté
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | emprunté | empruntés |
θηλυκό | empruntée | empruntées |
Επίθετο
επεξεργασίαemprunté (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | emprunté | empruntés |
θηλυκό | empruntée | empruntées |
emprunté (fr)