μιμούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μιμούμαι < αρχαία ελληνική μιμέομαι, -οῦμαι
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαμιμούμαι (αποθετικό ρήμα)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | μιμούμαι | μιμούμουν | θα μιμούμαι | να μιμούμαι | μιμούμενος | |
β' ενικ. | μιμείσαι | μιμούσουν | θα μιμείσαι | να μιμείσαι | ||
γ' ενικ. | μιμείται | μιμούνταν | θα μιμείται | να μιμείται | ||
α' πληθ. | μιμούμαστε | μιμούμασταν μιμούμαστε |
θα μιμούμαστε | να μιμούμαστε | ||
β' πληθ. | μιμείστε | μιμούσασταν μιμούσαστε |
θα μιμείστε | να μιμείστε | μιμείστε | |
γ' πληθ. | μιμούνται | μιμούνταν | θα μιμούνται | να μιμούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | μιμήθηκα | θα μιμηθώ | να μιμηθώ | μιμηθεί | ||
β' ενικ. | μιμήθηκες | θα μιμηθείς | να μιμηθείς | μιμήσου | ||
γ' ενικ. | μιμήθηκε | θα μιμηθεί | να μιμηθεί | |||
α' πληθ. | μιμηθήκαμε | θα μιμηθούμε | να μιμηθούμε | |||
β' πληθ. | μιμηθήκατε | θα μιμηθείτε | να μιμηθείτε | μιμηθείτε | ||
γ' πληθ. | μιμήθηκαν μιμηθήκαν(ε) |
θα μιμηθούν(ε) | να μιμηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω μιμηθεί | είχα μιμηθεί | θα έχω μιμηθεί | να έχω μιμηθεί | μιμημένος | |
β' ενικ. | έχεις μιμηθεί | είχες μιμηθεί | θα έχεις μιμηθεί | να έχεις μιμηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει μιμηθεί | είχε μιμηθεί | θα έχει μιμηθεί | να έχει μιμηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε μιμηθεί | είχαμε μιμηθεί | θα έχουμε μιμηθεί | να έχουμε μιμηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε μιμηθεί | είχατε μιμηθεί | θα έχετε μιμηθεί | να έχετε μιμηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν μιμηθεί | είχαν μιμηθεί | θα έχουν μιμηθεί | να έχουν μιμηθεί |