Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μιμούμαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ρήμα
1.3.1
Συγγενικές λέξεις
1.3.2
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
μιμούμαι
<
αρχαία ελληνική
μιμέομαι, -οῦμαι
Προφορά
Επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
miˈmu.me
/
Ρήμα
Επεξεργασία
μιμούμαι
κάνω ό,τι κάνει κάποιος άλλος
≈
συνώνυμα
:
αντιγράφω
οι νέοι
μιμούνται
πρόσωπα που θαυμάζουν
χρησιμοποιώ κάτι ως
πρότυπο
ή
υπόδειγμα
η τέχνη
μιμείται
τη φύση
Συγγενικές λέξεις
Επεξεργασία
μίμηση
μιμητής
και
μιμήτρια
μιμητικός
μιμητισμός
μιμικός
μίμος
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
μιμούμαι
αγγλικά
:
mime
(en)
,
hearken back
(en)
γαλλικά
:
mimer
(fr)
,
imiter
(fr)
γερμανικά
:
imitieren
(de)
,
nachahmen
(de)