Ετυμολογία

επεξεργασία
μιμούμαι < αρχαία ελληνική μιμέομαι, -οῦμαι

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /miˈmu.me/

μιμούμαι (αποθετικό ρήμα)

  1. κάνω ό,τι κάνει κάποιος άλλος
     συνώνυμα: αντιγράφω
    οι νέοι μιμούνται πρόσωπα που θαυμάζουν
  2. χρησιμοποιώ κάτι ως πρότυπο ή υπόδειγμα
    η τέχνη μιμείται τη φύση

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία