imitate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | imitate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | imitates |
αόριστος | imitated |
παθητική μετοχή | imitated |
ενεργητική μετοχή | imitating |
Ρήμα
επεξεργασίαimitate (en)
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 555. ISBN 9780194325684., λήμμα: μιμούμαι