μίμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μίμος | οι | μίμοι |
γενική | του | μίμου | των | μίμων |
αιτιατική | τον | μίμο | τους | μίμους |
κλητική | μίμε | μίμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μίμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῖμος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈmi.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μί‐μος
Ουσιαστικό επεξεργασία
μίμος αρσενικό
- (θέατρο) είδος αρχαίου θεάτρου που παρουσιάζει καθημερινά θέματα με κωμικό τρόπο
- (επάγγελμα) καλλιτέχνης που μιμείται διασκεδάζοντας τους άλλους
- (θέατρο) ηθοποιός παντομίμας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη μιμούμαι