Δείτε επίσης: μῖμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μίμος οι μίμοι
      γενική του μίμου των μίμων
    αιτιατική τον μίμο τους μίμους
     κλητική μίμε μίμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
μίμος σε υπαίθρια παράσταση παντομίμας

  Ετυμολογία επεξεργασία

μίμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μῖμος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈmi.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μί‐μος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

μίμος αρσενικό

  1. (θέατρο) είδος αρχαίου θεάτρου που παρουσιάζει καθημερινά θέματα με κωμικό τρόπο
  2. (επάγγελμα) καλλιτέχνης που μιμείται διασκεδάζοντας τους άλλους
  3. (θέατρο) ηθοποιός παντομίμας

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία