Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ηθοποιός οι ηθοποιοί
      γενική του/της ηθοποιού των ηθοποιών
    αιτιατική τον/την ηθοποιό τους/τις ηθοποιούς
     κλητική ηθοποιέ ηθοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
ηθοποιός πάνω σε σκηνή θεάτρου

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ηθοποιός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἠθοποιός (αυτός που μορφώνει ή αναπαριστά χαρακτήρα) < ἦθος + -ποιός (ποιέω)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /i.θo.pi.ˈos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: η‐θο‐ποι‐ός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

ηθοποιός αρσενικό ή θηλυκό

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία