actor
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
actor | actors |
Ουσιαστικό
επεξεργασία- (επάγγελμα) ο ηθοποιός
- ⮡ a film actor - ηθοποιός του κινηματογράφου
- ⮡ It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
- Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
- αυτός που δρα σε μια κατάσταση
Πηγές
επεξεργασία
Ισπανικά (es)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαactor (es) αρσενικό, actriz (es)
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαactor (ro) αρσενικό