Αγγλικά (en)Επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
actor actors

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

actor (en) (θηλυκό actress)

  1. (επάγγελμα) ο ηθοποιός
  2. αυτός που δρα σε μια κατάσταση



Ισπανικά (es)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

actor (es) αρσενικό, actriz (es)



Ρουμανικά (ro)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

actor (ro) αρσενικό