ενικός         πληθυντικός  
actor actors

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

actor (en) (θηλυκό actress)

  1. (επάγγελμα) ο ηθοποιός
    ⮡  a film actor - ηθοποιός του κινηματογράφου
    ⮡  It was the first time that he would appear in the theater as a leading actor.
    Ήταν η πρώτη φορά που θα εμφανιζόταν στο θέατρο ως πρωταγωνιστής.
  2. αυτός που δρα σε μια κατάσταση



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

actor (es) αρσενικό, actriz (es)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

actor (ro) αρσενικό