πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόλος οι ρόλοι
      γενική του ρόλου των ρόλων
    αιτιατική τον ρόλο τους ρόλους
     κλητική ρόλε ρόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόλος αρσενικό

  1. ο χαρακτήρας, το πρόσωπο που υποδύεται ένας ηθοποιός και το τμήμα του κειμένου θεατρικού έργου ή κινηματογραφικού σεναρίου που αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτό
    παράδειγμα  η διανομή των ρόλων
  2. αυτό που πράττει κανείς και ο τρόπος που λειτουργεί ως μέλος ενός συνόλου, συμμετέχοντας ως συντελεστής σε μια συλλογική προσπάθεια
    παράδειγμα  Προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στον διπλό ρόλο της μητέρας και της εργαζόμενης γυναίκας.

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρόλος αρσενικό