Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ρόλος οι ρόλοι
      γενική του ρόλου των ρόλων
    αιτιατική τον ρόλο τους ρόλους
     κλητική ρόλε ρόλοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈɾo.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρό‐λος

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

ρόλος < (λόγιο δάνειο) γαλλική rôl(e) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόλος αρσενικό

  1. ο χαρακτήρας, το πρόσωπο που υποδύεται ένας ηθοποιός και το τμήμα του κειμένου θεατρικού έργου ή κινηματογραφικού σεναρίου που αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτό
    η διανομή των ρόλων
  2. αυτό που πράττει κανείς και ο τρόπος που λειτουργεί ως μέλος ενός συνόλου, συμμετέχοντας ως συντελεστής σε μια συλλογική προσπάθεια
    Προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στο διπλό ρόλο της μητέρας και της εργαζόμενης γυναίκας.

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

ρόλος < (άμεσο δάνειο) γαλλική rôl(e) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ρόλος αρσενικό

  Πηγές επεξεργασία