ρόλος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ρόλος | οι | ρόλοι |
γενική | του | ρόλου | των | ρόλων |
αιτιατική | τον | ρόλο | τους | ρόλους |
κλητική | ρόλε | ρόλοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɾo.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ρό‐λος
Ετυμολογία 1Επεξεργασία
- ρόλος < (λόγιο δάνειο) γαλλική rôl(e) + -ος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρόλος αρσενικό
- ο χαρακτήρας, το πρόσωπο που υποδύεται ένας ηθοποιός και το τμήμα του κειμένου θεατρικού έργου ή κινηματογραφικού σεναρίου που αντιστοιχεί στο χαρακτήρα αυτό
- ↪ η διανομή των ρόλων
- αυτό που πράττει κανείς και ο τρόπος που λειτουργεί ως μέλος ενός συνόλου, συμμετέχοντας ως συντελεστής σε μια συλλογική προσπάθεια
- ↪ Προσπαθεί να τα βγάλει πέρα στο διπλό ρόλο της μητέρας και της εργαζόμενης γυναίκας.
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Ετυμολογία 2Επεξεργασία
- ρόλος < (άμεσο δάνειο) γαλλική rôl(e) + -ος
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρόλος αρσενικό
- (ιδιωματισμός, στην εμπορική γλώσσα) το ρολό
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «ρόλος» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.