ενικός         πληθυντικός  
role roles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

role (en)ουσιαστικά

  • ο ρόλος
    have a role in (something)
    have the leading role in (something) έχω ένα/τον κύριο ρόλο σε κάτι