role
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
role | roles |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαrole (en)
- ο ρόλος, το μέρος του κειμένου ενός έργου που αναφέρεται σε όσα λέει ή κάνει ένας μόνον πρόσωπο
- ⮡ a leading/major role - πρώτος ρόλος
- ⮡ a supporting/minor role - δεύτερος ρόλος
- ⮡ a non-speaking role - βουβός ρόλος
- ⮡ The actor played his role brilliantly.
- Ο ηθοποιός έπαιξε έξοχα τον ρόλο του.
- ο ρόλος, η λειτουργία που έχει ή αναμένεται να έχει κάποιος σε έναν οργανισμό, στην κοινωνία ή σε μια σχέση
- ⮡ the role of the scientist in society - ο ρόλος του επιστήμονα στην κοινωνία
- ο ρόλος, ο βαθμός στον οποίο κάποιος ή κάτι εμπλέκεται σε μια κατάσταση και η επίδραση που έχει
- ⮡ What role did it play in your divorce?
- Τι ρόλο έπαιξε στο διαζύγιό σου;
- ⮡ Special effects play a big role in the movie.
- Τα ειδικά εφέ παίζουν μεγάλο ρόλο στην ταινία.
- ⮡ What role did it play in your divorce?