Δείτε επίσης: rôle
      ενικός         πληθυντικός  
role roles

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

role (en)

  1. ο ρόλος, το μέρος του κειμένου ενός έργου που αναφέρεται σε όσα λέει ή κάνει ένας μόνον πρόσωπο
    ⮡  a leading/major role - πρώτος ρόλος
    ⮡  a supporting/minor role - δεύτερος ρόλος
    ⮡  a non-speaking role - βουβός ρόλος
    ⮡  The actor played his role brilliantly.
    Ο ηθοποιός έπαιξε έξοχα τον ρόλο του.
  2. ο ρόλος, η λειτουργία που έχει ή αναμένεται να έχει κάποιος σε έναν οργανισμό, στην κοινωνία ή σε μια σχέση
    ⮡  the role of the scientist in society - ο ρόλος του επιστήμονα στην κοινωνία
  3. ο ρόλος, ο βαθμός στον οποίο κάποιος ή κάτι εμπλέκεται σε μια κατάσταση και η επίδραση που έχει
    ⮡  What role did it play in your divorce?
    Τι ρόλο έπαιξε στο διαζύγιό σου;
    ⮡  Special effects play a big role in the movie.
    Τα ειδικά εφέ παίζουν μεγάλο ρόλο στην ταινία.