ρολό
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ρολό | τα | ρολά |
γενική | του | ρολού | των | ρολών |
αιτιατική | το | ρολό | τα | ρολά |
κλητική | ρολό | ρολά | ||
όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ρολό < γαλλική rouleau < rouler < παλαιά γαλλικά ruele, roele («μικρός τροχός») < μεσαιωνική λατινική rotulo < λατινική rotula < rota < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *Hroteh₂(«κυλώ»)
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
το ρολό ουδέτερο, ενικός (ή ρουλό)
- μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα
- (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος
- εργαλείο βαφής
- φαγητό από κιμά σε σχήμα κυλίνδρου
- (στον πληθυντικό) κουφωματικά ρολά / ρολά κουφωμάτων
- προστατευτικό πλέγμα που τυλίγεται σε κύλινδρο για να ανεβοκατεβαίνει και χρησιμοποιείται για την προστασία καταστημάτων (και σπιτιών), μπροστά από τις εισόδους τους ή τα παράθυρα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- κάνω κάτι ρολό: τυλίγω κάτι γύρω από ένα άξονα ώστε να γίνει ρολό
- κατεβάζω τα ρολά: κλείνω το κατάστημα, (μεταφορικά) σταματώ να εργάζομαι ή να σκέφτομαι (λόγω κόπωσης)
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
- roller shutter στην αγγλική Βικιπαίδεια
- meatloaf στην αγγλική Βικιπαίδεια
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ρολό
|