↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρολό τα ρολά
      γενική του ρολού των ρολών
    αιτιατική το ρολό τα ρολά
     κλητική ρολό ρολά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ρολό <

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ρολό ουδέτερο

  1. μια επίπεδη επιφάνεια (π.χ. ένα κομμάτι χαρτί) τυλιγμένο έτσι ώστε να πάρει κυλινδρικό σχήμα
    άλλες μορφές: ρόλος (αρσενικό)
  2. (γενικότερα) οποιοδήποτε αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος
    1. εργαλείο βαφής
    2. (φαγητά) φαγητό από κιμά σε σχήμα κυλίνδρου
    3. (κομμωτική) το ρόλεϊ
  3. προστατευτικό πλέγμα που τυλίγεται σε κύλινδρο για να ανεβοκατεβαίνει και χρησιμοποιείται για την προστασία καταστημάτων (και σπιτιών), μπροστά από τις εισόδους τους ή τα παράθυρα
    ⮡  ρολά κουφωμάτων

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • meatloaf στην αγγλική Βικιπαίδεια  

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία