Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
roll rolls

roll (en)

  1. (τρόφιμο) η κουλούρα (ψωμί)
     συνώνυμα: → δείτε τον όρο bread roll
  2. το ρολό, ο κύλινδρος, μακρύ κομμάτι χαρτί, ύφασμα κ.λπ. που έχει τυλιχτεί πολλές φορές για να σχηματίσει το σχήμα ενός κυλίνδρου
    ⮡  a roll of cloth - ένα ρολό ύφασμα
    ⮡  a roll of toilet paper - ένα ρολό χαρτί τουαλέτας
    ⮡  a roll of film - ένας κύλινδρος φιλμ
  3. ο κατάλογος, επίσημη λίστα ονομάτων
    ⮡  Electoral rolls are revised every January.
    Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.
  4. η ζαριά, το ρίξιμο των ζαριών
    ⮡  a good/bad roll - καλή/κακή ζαριά
    ⮡  With two rolls (of the dice), he got back all he lost.
    Με δύο ζαριές πήρε πίσω όλα τα χαμένα.
ενεστώτας roll
γ΄ ενικό ενεστώτα rolls
αόριστος rolled
παθητική μετοχή rolled
ενεργητική μετοχή rolling

roll (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυλάω, τσουλάω, που κινείται προς τα εμπρός με περιστροφή γύρω από τον εαυτό του και με ομαλή μη διακοπτόμενη κίνηση
    ⮡  A rock rolled down the mountainside.
    Ένας βράχος κύλησε από την πλαγιά του βουνού.
    ⮡  The ball rolled under the table/into a hole.
    Το μπαλάκι κύλισε κάτω από το τραπέζι/σε μια τρύπα.
    ⮡  Raindrops rolled down the window pane.
    Σταγόνες βροχής κυλούσαν στο τζάμι.
    ⮡  Tears rolled down his face.
    Δάκρυα κύλησαν στο πρόσωπό του.
    ⮡  The coin rolled off of the table.
    Το νόμισα κύλισε/τσούλησε (κι έπεσε) από το τραπέζι.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυλιέμαι, στριφογυρίζω, στρέφομαι κατ' επανάληψη ενώ μενω στο ίδιο μέρος
    ⮡  A dolphin was rolling (around) in the water.
    Ένα δελφίνι κυλιόταν στο νερό.
    ⮡  The kids are rolling in the sand.
    Τα παιδιά κυλιούνται στην άμμο.
    ⮡  He was rolling on the floor laughing.
    Κυλιόταν στο πάτωμα από τα γέλια.
    ⮡  She’s rolling the pencil in between her fingers.
    Στριφογυρίζει το μολύβι στα δάχτυλά της.
    ⮡  He made a grimace and rolled his eyes.
    Έκανε μια γκριμάτσα και κοίταξε με αγανάκτηση.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) γυρίζω, στριφογυρίζω, στρέφομαι για να δω ή στρέφω κάποιον ή κάτι να δω μια διαφορετική κατεύθυνση
    ⮡  Stop rolling over in your bed!
    Πάψε να γυρίσεις στο κρεβάτι σου!
    ⮡  He quickly rolled over and got to his feet.
    Γύρισε γρήγορα και σηκώθηκε στα πόδια του.
    ⮡  I rolled over onto/on my stomach.
    Γύρισα μπρούμυτα.
    ⮡  I rolled the baby (over) onto its stomach.
    Γύρισα το μωρό μπρούμυτα.
    ⮡  She rolled onto/on her back.
    Γύρισε ανάσκελα.
    ⮡  She rolled the patient onto his side.
    Τον ασθενή τον γύρισε στο πλάι.
    ⮡  She rolled over (=on her back) to let the sun tan her back.
    Γύρισε ανάσκελα για να αφήσει τον ήλιο να μαυρίσει την πλάτη της.
    ⮡  The car rolled over (=upside down).
    Το αυτοκίνητο γύρισε καπάκι.
    ⮡  The paramedics rolled him over to make it easier for him to breathe.
    Οι διασώστες τον γύρισαν για να είναι πιο εύκολο να αναπνέει.
    ⮡  The sick man was rolling around in his sleep all night.
    Ο άρρωστος στριφογύριζε στον ύπνο του όλη νύχτα.
  4. (μεταβατικό) ρίχνω ζάρια
    ⮡  Each player rolls their dice.
    Κάθε παίκτης ρίχνει τα ζάρια του.
    ⮡  Players take turns rolling a die and moving around the board.
    Οι παίκτες παίρνουν σειρά για να ρίξουν το ζάρι και να κινηθούν γύρω από το ταμπλό.
    ⮡  Roll a two to start.
    Ρίξε ένα δύο για να ξεκινήσεις.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) κυλάω, τσουλάω, κινούμαι ομαλά σε τροχούς ή σαν σε τροχούς
    ⮡  The friction on the surface of the road makes the car roll forward.
    Η τριβή με την επιφάνεια του δρόμου κάνει το αυτοκίνητο να κυλάει προς τα εμπρός.
    ⮡  The train is rolling slowly along the tracks.
    Το τρένο κυλάει αργά πάνω στις ράγες.
    ⮡  He rolled the cart through the room.
    Κύλησε/Τσούλησε το καρότσι μέσα από το δωμάτιο.
    ⮡  The wheels don’t roll well.
    Οι ρόδες δεν τσουλάνε καλά.
  6. (αμετάβατο) κυλάω, για σύννεφα ή κύματα που κινούνται μπρος τα εμπρός με συνεχή τρόπο
    ⮡  The clouds rolled away.
    Τα σύννεφα κύλησαν κι έφυγαν.
    ⮡  The waves were rolling over the sand.
    Τα κύματα κυλούσαν στην άμμο.
  7. (μεταβατικό και αμετάβατο) τυλίγω, γυρίζω κάτι πολλές φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα
    ⮡  She rolled the yarn into a ball.
    Τύλιξε το νήμα κουβάρι.
    ⮡  We rolled up the carpet.
    Τυλίξαμε το χαλί.
    ⮡  The hedgehog rolled (itself) (up) into a ball.
    Ο σκαντζόχοιρος τυλίχτηκε κουβάρι.
  8. (μεταβατικό) στρίβω τσιγάρο
    ⮡  He always rolls his own cigarettes.
    Πάντα στρίβει τα δικά του τσιγάρα.
  9. (μεταβατικό) ανασκουμπώνω, ανασηκώνω, ανεβάζω, κατεβάζω, διπλώνω την άκρη ενός ρούχου κτλ. ξανά και ξανά πάνω του για να είναι πιο κοντή
    ⮡  I am rolling up my sleeve to my elbows.
    Ανασκουμπώνω τα μανίκια ως τους αγκώνες.
    ⮡  He rolled his sleeve up from his hand to his armpit and dipped it in the water.
    Ανασκούμπωσε το χέρι ως τη μασχάλη και το βούτηξε στο νερό.
    ⮡  with the skirt rolled up to the knees - με ανασκουμπωμένο το φουστάνι ως τα γόνατα
    ⮡  She rolled up her sleeves to clean/mop.
    Ανασκουμπώθηκε για να πλύνει/να σφουγγαρίσει.
    ⮡  He rolled up his pants and crossed the river.
    Ανασήκωσε το παντελόνι του και πέρασε το ποτάμι.
    ⮡  He rolled up his sleeves.
    Ανέβασε τα μανίκια του.
    ⮡  I am rolling up my socks/my pants.
    Ανεβάζω τις κάλτσες μου/το παντελόνι μου.
    ⮡  Roll down the sleeves a little.
    Κατέβασε λίγο τα μανίκια.
  10. (μεταβατικό) απλώνω, ανοίγω, ισοπεδώνω κάτι σπρώχνοντας κάτι βαρύ από πάνω του
    ⮡  This dough rolls well.
    Αυτή η ζύμη απλώνει καλά.
    ⮡  Knead the dough well and roll it flat into thick sheets.
    Ζυμώνετε καλά τη ζύμη και την ανοίγετε σε χοντρά φύλλα.
     συνώνυμα: roll out
  11. (μεταβατικό) τυλίγω, περνάω, σκεπάζω κάτι, κάποιον ή το σώμα μου καλά
    ⮡  Roll the food in breadcrumbs.
    Τυλίξτε το φαγητό με φρυγανιά.
    ⮡  He rolled himself up in the sheets.
    Τυλίχτηκε με τα σεντόνια.
    ⮡  We roll every chicken breast, on both sides, first in flour, then in egg, and finally in breadcrumbs.
    Περνάμε κάθε στήθος κοτόπουλου, και από τις δύο πλευρές, πρώτα στο αλεύρι, μετά στα αυγά και, τέλος, στη φρυγανιά.

Παράγωγα

επεξεργασία