roll
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
roll | rolls |
roll (en)
- (τρόφιμο) η κουλούρα (ψωμί)
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τον όρο bread roll
- ο κατάλογος, επίσημη λίστα ονομάτων
- ↪ Electoral rolls are revised every January.
- Οι εκλογικοί κατάλογοι ανασυντάσσονται κάθε Γενάρη.
- ↪ Electoral rolls are revised every January.
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | roll |
γ΄ ενικό ενεστώτα | rolls |
αόριστος | rolled |
παθητική μετοχή | rolled |
ενεργητική μετοχή | rolling |
roll (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) κυλάω, κινούμαι ομαλά σε τροχούς ή σαν σε τροχούς· κάνω κάτι να το κάνει αυτό
- ↪ The friction on the surface of the road makes the car roll forward.
- Η τριβή με την επιφάνεια του δρόμου κάνει το αυτοκίνητο να κυλάει προς τα εμπρός.
- ↪ The friction on the surface of the road makes the car roll forward.
- (μεταβατικό) ανασκουμπώνω, ανασηκώνω, ανεβάζω, κατεβάζω, διπλώνω την άκρη ενός ρούχου κτλ. ξανά και ξανά πάνω του για να είναι πιο κοντή
- ↪ I am rolling up my sleeve to my elbows.
- Ανασκουμπώνω τα μανίκια ως τους αγκώνες.
- ↪ He rolled his sleeve up from his hand to his armpit and dipped it in the water.
- Ανασκούμπωσε το χέρι ως τη μασχάλη και το βούτηξε στο νερό.
- ↪ with the skirt rolled up to the knees - με ανασκουμπωμένο το φουστάνι ως τα γόνατα
- ↪ She rolled up her sleeves to clean/mop.
- Ανασκουμπώθηκε για να πλύνει/να σφουγγαρίσει.
- ↪ He rolled up his pants and crossed the river.
- Ανασήκωσε το παντελόνι του και πέρασε το ποτάμι.
- ↪ He rolled up his sleeves.
- Ανέβασε τα μανίκια του.
- ↪ I am rolling up my socks/my pants.
- Ανεβάζω τις κάλτσες μου/το παντελόνι μου.
- ↪ Roll down the sleeves a little.
- Κατέβασε λίγο τα μανίκια.
- ↪ I am rolling up my sleeve to my elbows.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- roll (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- roll (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 62. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανεβάζω