κατάλογος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατάλογος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατάλογος (εγγραφή) < κατά + λέγω, κατά- + -λογος, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική liste[1]
- όρος πληροφορικής < απόδοση για την αγγλική directory
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kaˈta.lo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κα‐τά‐λο‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακατάλογος αρσενικό
- σειρά ομοειδών στοιχείων (ονομάτων, αντικειμένων, ειδών προς πώληση κ.λπ.)
- ↪ κατάλογος προϊόντων
- το υλικό μέσο στο οποίο έχει καταγραφεί μία σειρά ομοειδών στοιχείων
- (πληροφορική) directory: δομή δεδομένων σε αποθηκευτικό μέσο (πχ. σκληρό δίσκο) που περιέχει αρχεία. Ο όρος κατάλογος (αρχείων) χρησιμοποιείται συνήθως στα περιβάλλοντα γραμμής εντολής (CLI), σε αντίθεση με το συνώνυμο φάκελος, που χρησιμοποιείται στα γραφικά περιβάλλοντα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κατάλογος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κατάλογος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας