CLI
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Συντομομορφή επεξεργασία
CLI (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) αρκτικόλεξο για command-line interface (διεπαφή γραμμής εντολής)
- (πληροφορική) αρκτικόλεξο για command-line interpreter (διερμηνευτής γραμμής εντολής)
- (πληροφορική) αρκτικόλεξο για Common Language Infrastructure (για .NET)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- CLI στην αγγλική Βικιπαίδεια