αρκτικόλεξο
Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρκτικόλεξο | τα | αρκτικόλεξα |
γενική | του | αρκτικόλεξου & αρκτικολέξου |
των | αρκτικόλεξων & αρκτικολέξων |
αιτιατική | το | αρκτικόλεξο | τα | αρκτικόλεξα |
κλητική | αρκτικόλεξο | αρκτικόλεξα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αρκτικόλεξο < αρκτικ(ός) + -ό- + λέξ(η) + κατάληξη -ο
Προφορά Επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aɾ.ktiˈko.le.kso/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐κτι‐κό‐λε‐ξο
Ουσιαστικό Επεξεργασία
αρκτικόλεξο ουδέτερο
- (γλωσσολογία) συντομευμένη μορφή ενός πολυλεκτικού όρου ή ονόματος (π.χ. επωνυμίας) που σχηματίζεται από τα αρχικά γράμματα ή από ορισμένες συλλαβές του πλήρους όρου ή ονόματος και προφέρεται με διαδοχική απαγγελία των ονομάτων των γραμμάτων του
Επεξεργασία
→ και δείτε τις λέξεις αρκτικός και λέξη
Δείτε επίσης Επεξεργασία
- Κατηγορία:Αρκτικόλεξα στο Βικιλεξικό
- Κατηγορία:Αρκτικόλεξα (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
- συντόμευση
- συντομομορφή:
- συντομογραφία ή βραχυγραφία
- αρκτικόλεξο
- ακρωνύμιο, ακρώνυμο (όπως ΟΤΕ)