Δείτε επίσης: Κατηγορία:Αρκτικόλεξα
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκτικόλεξο τα αρκτικόλεξα
      γενική του αρκτικόλεξου
& αρκτικολέξου
των αρκτικόλεξων
& αρκτικολέξων
    αιτιατική το αρκτικόλεξο τα αρκτικόλεξα
     κλητική αρκτικόλεξο αρκτικόλεξα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
αρκτικόλεξο < αρκτικ(ός) + -ό- + λέξ(η) + κατάληξη -ο
ΔΦΑ : /aɾ.ktiˈko.le.kso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρκτικόλεξο

Ουσιαστικό

επεξεργασία

αρκτικόλεξο ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τις λέξεις αρκτικός και λέξη

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία