Δείτε επίσης: π

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πι < μεσαιωνική ελληνική πῖ < αρχαία ελληνική πεῖ
 
γυναίκα στηρίζεται σε πι

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πι ουδέτερο άκλιτο

  1. το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (π, κεφαλαίο: Π) (Ν. Ελληνικής)
  2. (προφορικό) βοήθημα βάδισης, για άτομα με κινητικές δυσκολίες σε σχήμα «Π», περιπατητήρας

ΕκφράσειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία