πι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πι < μεσαιωνική ελληνική πῖ < αρχαία ελληνική πεῖ
Ουσιαστικό επεξεργασία
πι ουδέτερο άκλιτο
- το δέκατο έκτο γράμμα του ελληνικού αλφάβητου (π, κεφαλαίο: Π) (Ν. Ελληνικής)
- (προφορικό) βοήθημα βάδισης, για άτομα με κινητικές δυσκολίες σε σχήμα «Π», περιπατητήρας
Εκφράσεις επεξεργασία
- στο πι και φι: πολύ γρήγορα