στίγμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στίγμα | τα | στίγματα |
γενική | του | στίγματος | των | στιγμάτων |
αιτιατική | το | στίγμα | τα | στίγματα |
κλητική | στίγμα | στίγματα | ||
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- στίγμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική στίγμα & (σημασιολογικό δάνειο) αγγλική stigma, λόγιο ενδογενές δάνειο: < λατινική stigma < αρχαία ελληνικά στίγμα
- για το αρχαιοελληνικό γράμμα < μεσαιωνικό σύμβολο στίγμα για το στ και τον αριθμό 6 < πιθανόν συμφυρμός των σίγμα και ταυ (ταῦ)[1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈstiɣ.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στίγ‐μα
- παλιότερος συλλαβισμός : στί‐γμα


Ουσιαστικό
επεξεργασία
στίγμα ουδέτερο
- σημάδι, κηλίδα στο δέρμα, από ασθένεια ή αντίδραση σε εξωγενείς ερεθισμούς
- σημάδι σε επιφάνειες (από στάλες ή φθορές)
- τσίμπημα από βελόνα
τα στίγματα του τατουάζ
- (μεταφορικά, κακόσημο) κάτι που σημαδεύει και συνήθως ντροπιάζει εκείνον που το φέρει
Μπορεί να νοικοκυρεύτηκε, αλλά φέρει το κοινωνικό στίγμα ότι έκανε φυλακή.
- ※ Ξεδιπλώνοντας έναν πραγματικό πανηγυρικό της γλωσσικής δημιουργίας, ποικιλίας και διαφοράς, το πολύγλωσσο ποίημα επι τυγχάνει να απαλλάξει την πολυγλωσσία από το στίγμα της παρεξήγησης και της καχυποψίας. (Ερατοσθένης Γ. Καψωμένος, Γιάννης Ε. Παππάς, Eλληνικός μεταπολεμικός υπερρεαλισμός, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, Φιλοσοφική Σχολή, 2005, σελ. 140)
- κουκκίδα, σημείο, θέση
- θέση στο χάρτη, σημείο που προκύπτει από την τομή συντεταγμένων και προσδιορίζει την ακριβή θέση ενός εναέριου ή πλωτού μέσου
Δώστε μας το στίγμα σας για να σας συνδράμει πλωτό του λιμεναρχείου.
- (μεταφορικά) αναφορά της γενικότερης θέσης κάποιου γεωγραφικά αλλά και ιδεολογικά
Πήγαινε, αλλά θέλω να μου τηλεφωνείς να μου δίνεις το στίγμα σου για να μην αγωνιώ.
Θα πρέπει να δώσεις κι εσύ το στίγμα σου ξεκάθαρα πριν από τις εκλογές του σωματείου.
- θέση στο χάρτη, σημείο που προκύπτει από την τομή συντεταγμένων και προσδιορίζει την ακριβή θέση ενός εναέριου ή πλωτού μέσου
- (βοτανική) το άκρο του στύλου
- (ιατρική) ένδειξη σε μικροβιολογική εξέταση
το στίγμα της μεσογειακής αναιμίας
- (γράμμα) ονομασία του παλιού γράμματος ϛ (μεγαλύτερο από το τελικό σίγμα ς) που συμβόλιζε το στ είτε σαν σύμπλεγμα δύο γραμμάτων, είτε ως τον αριθμό 6
- ※ […] Καθηγητοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουςρίας […]
- Βίος Θεμιστοκλέους τοῦ Ἀθηναίου. Συλλεχθεὶς ἐκ πολλῶν Συγγραφέων, καὶ παραφρασθεὶς εἰς τὴν ἁπλουςέραν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν. Βιέννη: 1819.· διαθέσιμο στην ψηφιακή βιβλιοθήκη Ανέμη· πρόσβαση: 2020-06-26) (Ἀουςρίας αντί για Ἀουστρίας)
- ※ […] Καθηγητοῦ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης ἐν τῇ ἐν Βιέννῃ τῆς Ἀουςρίας […]
- (χριστιανισμός, στον πληθυντικό: τα στίγματα) σημάδια που κάποιοι άνθρωποι θεωρείται ότι παρουσιάζουν στα σημεία του σώματος όπου είχε καρφωθεί ο Χριστός στο σταυρό
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα στιγμ-
- αναστιγματικός
- αστιγματικός
- αστιγματισμός
- αστιγμάτιστος
- αστιγμόμετρο
- ενστιγματικός
- παρεστιγμένος
- στιγματίζω
- στιγματισμένος
- στιγματισμός
- στιγμένος
- → και δείτε τη λέξη στιγμή
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σημάδι
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ στίγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | στίγμᾰ | τὰ | στίγμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | στίγμᾰτος | τῶν | στιγμᾰ́των |
δοτική | τῷ | στίγμᾰτῐ | τοῖς | στίγμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | στίγμᾰ | τὰ | στίγμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | στίγμᾰ | στίγμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | στίγμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | στιγμᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'κτῆμα' όπως «κτῆμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
στίγμα ουδέτερο
- το σημάδι του δέρματος συνήθως από έγκαυμα (επειδή σημάδευαν ιέρειες ώστε να είναι γνωστό ότι ανήκουν στον θεό που υπηρετούσαν ή (αργότερα) καυτηρίαζαν κάποιους εγκληματίες αλλά και σκλάβους)
Συγγενικά
επεξεργασίαθέμα στιγμ-
- κατάστιγμα
- στιγματηφορέω
- στιγματίας, στιγματίης (που φέρει στίγματα από καυτηριασμό)
- στιγματίζω
- στιγματοφόρος, στιγματηφόρος
- ψευδοστιγματίας
- → και δείτε τη λέξη στιγμή
για άλλα θέματα → δείτε τη λέξη στίζω
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
επεξεργασία
- στίγμα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- στίγμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.