Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιγματισμός οι στιγματισμοί
      γενική του στιγματισμού των στιγματισμών
    αιτιατική τον στιγματισμό τους στιγματισμούς
     κλητική στιγματισμέ στιγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στιγματισμός < (στιγματίζω) στιγματισ- + -μός[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στιγματισμός αρσενικό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία