↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στιγματισμός οι στιγματισμοί
      γενική του στιγματισμού των στιγματισμών
    αιτιατική τον στιγματισμό τους στιγματισμούς
     κλητική στιγματισμέ στιγματισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιγματισμός < (στιγματίζω) στιγματισ- + -μός[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιγματισμός αρσενικό

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία