↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαξίωση οι απαξιώσεις
      γενική της απαξίωσης* των απαξιώσεων
    αιτιατική την απαξίωση τις απαξιώσεις
     κλητική απαξίωση απαξιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαξιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απαξίωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

απαξίωση θηλυκό

  1. η απώλεια ή η μείωση της αξίας, της τιμής ενός αγαθού
  2. η απώλεια της αξίας, του σεβασμού των άλλων ανθρώπων

Συγγενικά

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία