Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απαξίωση οι απαξιώσεις
      γενική της απαξίωσης* των απαξιώσεων
    αιτιατική την απαξίωση τις απαξιώσεις
     κλητική απαξίωση απαξιώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαξιώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαξίωση < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

απαξίωση θηλυκό

  1. η απώλεια ή η μείωση της αξίας, της τιμής ενός αγαθού
  2. η απώλεια της αξίας, του σεβασμού των άλλων ανθρώπων

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία