απαξίωση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | απαξίωση | οι | απαξιώσεις |
γενική | της | απαξίωσης* | των | απαξιώσεων |
αιτιατική | την | απαξίωση | τις | απαξιώσεις |
κλητική | απαξίωση | απαξιώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, απαξιώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαξίωση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαξίωση θηλυκό
- η απώλεια ή η μείωση της αξίας, της τιμής ενός αγαθού
- η απώλεια της αξίας, του σεβασμού των άλλων ανθρώπων