Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απαξιωτικός η απαξιωτική το απαξιωτικό
      γενική του απαξιωτικού της απαξιωτικής του απαξιωτικού
    αιτιατική τον απαξιωτικό την απαξιωτική το απαξιωτικό
     κλητική απαξιωτικέ απαξιωτική απαξιωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απαξιωτικοί οι απαξιωτικές τα απαξιωτικά
      γενική των απαξιωτικών των απαξιωτικών των απαξιωτικών
    αιτιατική τους απαξιωτικούς τις απαξιωτικές τα απαξιωτικά
     κλητική απαξιωτικοί απαξιωτικές απαξιωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαξιωτικός < απαξιώνω

  Επίθετο επεξεργασία

απαξιωτικός -ή -ό

έκανε κάποια απαξιωτικά σχόλια για τους αντιπάλους του

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία