Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

απαξιωτικά < απαξιωτικός

  Επίρρημα επεξεργασία

απαξιωτικά

μιλούσε απαξιωτικά για τους πολιτικούς του αντιπάλους

  Μεταφράσεις επεξεργασία