méprisant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /me.pʁi.zɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méprisant | méprisants |
θηλυκό | méprisante | méprisantes |
méprisant (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | méprisant | méprisants |
θηλυκό | méprisante | méprisantes |
méprisant (fr)