Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /me.pʁi.zabl/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
méprisable méprisables

méprisable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. (παρωχημένο) μηδαμινός
  2. αξιοκαταφρόνητος
  3. επονείδιστος
  4. κατάπτυστος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία