honteux
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | honteux | honteux |
θηλυκό | honteuse | honteuses |
honteux (fr) αρσενικό
- αισχρός, επονείδιστος
- λέγεται για κάτι για το οποίο αισθανόμαστε ντροπή
- λέγεται για κάτι σχετικό με το περίνεο
- που νιώθει άσχημα, που λυπάται για κάποια πράξη του
- ≈ συνώνυμα: confus, consterné, embarrassé, penaud
- (παρωχημένο) ντροπαλός