abject
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαabject (en)
- απόβλητος, αξιοθρήνητος
- άθλιος, απεχθής
- This analysis is abject nonsense.
- δουλικός, χαμερπής
- κατάπτυστος
- ρυπαρός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαabject (en)
Ρήμα
επεξεργασίαabject (en)
Συγγενικά
επεξεργασίαΓαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαabject (fr)