Δείτε επίσης: ἀξιόθρηνος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αξιοθρήνητος η αξιοθρήνητη το αξιοθρήνητο
      γενική του αξιοθρήνητου της αξιοθρήνητης του αξιοθρήνητου
    αιτιατική τον αξιοθρήνητο την αξιοθρήνητη το αξιοθρήνητο
     κλητική αξιοθρήνητε αξιοθρήνητη αξιοθρήνητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αξιοθρήνητοι οι αξιοθρήνητες τα αξιοθρήνητα
      γενική των αξιοθρήνητων των αξιοθρήνητων των αξιοθρήνητων
    αιτιατική τους αξιοθρήνητους τις αξιοθρήνητες τα αξιοθρήνητα
     κλητική αξιοθρήνητοι αξιοθρήνητες αξιοθρήνητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αξιοθρήνητος < άξιος + -ο- + θρηνώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αξιοθρήνητος, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία