θρήνος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | θρήνος | οι | θρήνοι |
γενική | του | θρήνου | των | θρήνων |
αιτιατική | τον | θρήνο | τους | θρήνους |
κλητική | θρήνε | θρήνοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- θρήνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική θρῆνος
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
θρήνος αρσενικό
- κλάμα έντονο και παρατεταμένο
- ※ Όταν μαθεύτηκε στη χώρα η επιστροφή του Σαμουήλ και η καταστροφή του στρατού του, η χαρά της παραμονής μεταστράφηκε σε θρήνο. (Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα)
- (λογοτεχνία, μουσική) έργο έμμετρος (συχνά μελοποιημένο) που εκφράζει θλίψη για ένα σημαντικό γεγονός ιστορικό ή προσωπικό
- ↪ λαϊκοί θρήνοι (μοιρολόγια
- ↪ ο Θρήνος της Κωνσταντινουπόλεως ποίημα που θρηνεί για την άλωση της Πόλης
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
θρήνος