Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μελοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
μελοποιημέν
ος
η
μελοποιημέν
η
το
μελοποιημέν
ο
γενική
του
μελοποιημέν
ου
της
μελοποιημέν
ης
του
μελοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
μελοποιημέν
ο
τη
μελοποιημέν
η
το
μελοποιημέν
ο
κλητική
μελοποιημέν
ε
μελοποιημέν
η
μελοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
μελοποιημέν
οι
οι
μελοποιημέν
ες
τα
μελοποιημέν
α
γενική
των
μελοποιημέν
ων
των
μελοποιημέν
ων
των
μελοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
μελοποιημέν
ους
τις
μελοποιημέν
ες
τα
μελοποιημέν
α
κλητική
μελοποιημέν
οι
μελοποιημέν
ες
μελοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
μελοποιημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
μελοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
μελοποιημένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
μελοποιώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μελοποιημένος
γαλλικά
:
mis
(fr)
en
musique