έμμετρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | έμμετρος | η | έμμετρη | το | έμμετρο |
γενική | του | έμμετρου | της | έμμετρης | του | έμμετρου |
αιτιατική | τον | έμμετρο | την | έμμετρη | το | έμμετρο |
κλητική | έμμετρε | έμμετρη | έμμετρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | έμμετροι | οι | έμμετρες | τα | έμμετρα |
γενική | των | έμμετρων | των | έμμετρων | των | έμμετρων |
αιτιατική | τους | έμμετρους | τις | έμμετρες | τα | έμμετρα |
κλητική | έμμετροι | έμμετρες | έμμετρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- έμμετρος < αρχαία ελληνική ἔμμετρος
Επίθετο
επεξεργασίαέμμετρος, -η, -ο