Δείτε επίσης: μετρό
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μέτρο τα μέτρα
      γενική του μέτρου των μέτρων
    αιτιατική το μέτρο τα μέτρα
     κλητική μέτρο μέτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Ένα μέτρο δύο μέτρων.
 
Πεντάμετρο μέτρο.
 
τρία διαδοχικά μουσικά μέτρα στο πεντάγραμμο

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μέτρο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική μέτρον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *meh₁- (μετρώ)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈme.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μέ‐τρο
τονικά παρώνυμα: μετρό, μετρώ

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μέτρο ουδέτερο

  1. μετρήσεις
    1. (φυσική) η βασική μονάδα του μήκους στο Διεθνές Σύστημα Μονάδων (SI: Système International d'Unités). Ορίζεται ως η απόσταση που διανύει το φως σε 1/299.792.458 του δευτερολέπτου [2]
      συντομογραφία: m
    2. ο αριθμός που εκφράζει την ποσότητα ενός φυσικού μεγέθους που μετρήσαμε ή υπολογίσαμε
      ⮡  το μέτρο της ταχύτητας ισούται με ...
    3. το όργανο της μέτρησης μήκους που χρησιμοποιούν κυρίως οι ξυλουργοί και είναι σπαστό
    4. (γενικότερα) κάθε όργανο μέτρησης μήκους που μπορεί να μετρήσει από ένα μέτρο(1) και πάνω
    5. το μέτρο είναι μονάδα μέτρησης της απόστασης
  2. στις τέχνες
    1. (μουσική) το μέρος μιας μουσικής σύνθεσης που περιέχεται μεταξύ δύο διαστολών (κάθετων προς το πεντάγραμμο γραμμών)
    2. (μουσική) η αριθμητική έκφραση με τη μορφή κλάσματος που γράφεται στην αρχή ενός κομματιού και μας δίνει την συνολική αξία των φθογγοσήμων που περιέχονται μεταξύ δύο διαστολών. Ο παρονομαστής μας δίνει τη βασική μονάδα του μέτρου (τέταρτα ή όγδοα) και ο αριθμητής τον αριθμό των τετάρτων ή ογδόων που περιέχονται μεταξύ δύο διαστολών
      το ζεϊμπέκικο ακολουθεί μέτρο 9/8
    3. (μετρική) στην ποίηση, ο συνδυασμός τονισμένων - άτονων συλλαβών (για γλώσσες με δυναμικό τονισμό ή μακρόχρονων - βραχύχρονων (για γλώσσες με μελωδικό τονισμό) σε έναν σταθερά επαναλαμβανόμενο ρυθμό
      ⮡  τα κύρια ποιητικά μέτρα είναι ο τροχαίος, ο ίαμβος (δισύλλαβα) και τρισύλλαβα, ο ανάπαιστος, ο δάκτυλος και ο αμφίβραχυς ή μεσότονος
  3. (μεταφορικά)
    1. ενέργεια ή εξαγγελία που αποσκοπεί στην αντιμετώπιση ενός προβλήματος
      ⮡  η κυβέρνηση εξήγγειλε νέα μέτρα για την οικονομία
    2. η μέση κατάσταση μεταξύ έλλειψης και υπερβολής
      ⮡  μέτρον άριστον
    3. κατά τη διάσταση ή έκταση
      ⮡  Ήταν δύσκολη κατάσταση. Ανταποκρίθηκα κατά το μέτρο του δυνατού

Συγγενικά

επεξεργασία

και μετρο-

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία