ανάπαιστος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ανάπαιστος | οι | ανάπαιστοι |
γενική | του | ανάπαιστου & αναπαίστου |
των | ανάπαιστων & αναπαίστων |
αιτιατική | τον | ανάπαιστο | τους | ανάπαιστους & αναπαίστους |
κλητική | ανάπαιστε | ανάπαιστοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ανάπαιστος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀνάπαιστος < ἀναπαίω [1]
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ανάπαιστος αρσενικό
- (νεοελληνική μετρική) τρισύλλαβος μετρικός πόδας με δύο άτονες + μία τονισμένη συλλαβή (‿‿—)
- ※ Στων Ψα-ρών | την ο-λό | μα-υρη ρά|χη (Σολωμός, Η καταστροφή των Ψαρών)
- (αρχαία ελληνική μετρική) μετρικός πους, κυρίως παιάνων, με δύο βραχύχρονες (ή μία μακρόχρονη) και μία μακρόχρονη συλλαβή υ υ -
Επεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ ανάπαιστος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.