αναπαιστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αναπαιστικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀναπαιστικός
Επίθετο επεξεργασία
αναπαιστικός
- (μετρική) ο σχετικός με το μέτρο, το ρυθμό του ανάπαιστου
Μεταφράσεις επεξεργασία
αναπαιστικός
|