Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

πους < αρχαία ελληνική πούς

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

πους αρσενικό

→ δείτε τη λέξη πούς → δείτε τη λέξη πόδι