Άνοιγμα κύριου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Κοντινά
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πους
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
Επεξεργασία
Ετυμολογία
Επεξεργασία
πους
<
αρχαία ελληνική
πούς
Ουσιαστικό
Επεξεργασία
πους
αρσενικό
(
καθαρεύουσα
)
πόδι
→
δείτε
τη λέξη
πούς
→
δείτε
τη λέξη
πόδι