πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ποδ-
ονομαστική πούς οἱ πόδες
      γενική τοῦ ποδός τῶν ποδῶν
      δοτική τῷ ποδῐ́ τοῖς ποσῐ́(ν)
& πόδεσσι(ν)
    αιτιατική τὸν πόδ τοὺς πόδᾰς
     κλητική ! πούς πόδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πόδε
γεν-δοτ τοῖν  ποδοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'πούς' όπως «πούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πούς αρσενικό

  1. (ανατομία) (ανθρώπινο σώμα) πόδι, το μέρος του σώματος
      5ος πκε αιώνας Ἱπποκράτης, Περὶ ἀγμῶν, (De fracturis), 9,@scaife.perseus
    Ποὺς δὲ ἀνθρώπου ἐκ πολλῶν καὶ μικρῶν ὀστέων ξύγκειται, ὥσπερ χεὶρ ἄκρη.
  2. το κάτω μέρος του σώματος
      2ος κε αιώνας Παυσανίας, Ἑλλάδος Περιήγησις/Αρκαδικά, 8.39.6 @scaife.perseus
    ἐν δὲ τῷ γυμνασίῳ τὸ ἄγαλμα τοῦ Ἑρμοῦ ἀμπεχομένῳ μὲν ἔοικεν ἱμάτιον, καταλήγει δὲ οὐκ ἐς πόδας, ἀλλὰ ἐς τὸ τετράγωνον σχῆμα.
  3. (γεωγραφία) οι πρόποδες βουνού
      6ος/5ος πκε αιώνας Πίνδαρος, Νεμεονίκαις, ΤΙΜΑΣΑΡΧῼ ΑΙΓΙΝΗΤῌ ΠΑΙΔΙ ΠΑΛΑΙΣΤῌ, 4.55 @scaife.perseus
    Παλίου δὲ πὰρ ποδὶ λατρείαν Ἰαωλκὸν
  4. η βάση
  5. (ναυπηγικός όρος) το κατώτατο άκρο του ιστίου (συνήθως πόδες, στον πληθυντικό)
  6. (ναυτικός όρος) το σχοινί με το οποίο χαλαρώνονται ή τεντώνονται τα ιστία, η σκότα
  7. (μετρική) μετρικός πόδας, ο μετρικός πους: σταθερό άθροισμα συλλαβών
  8. (μονάδα μέτρησης) μήκους (περίπου 0,30 μ.)
  9. (στον πληθυντικό)  δείτε τη λέξη πόδες αγώνας δρόμου, ταχύτητα
  10. (στον πληθυντικό) νύχια πουλιών, πλοκάμια χταποδιού
  11. ως σημείο μέτρησης, αφετηρία ή τέρμα μετρήσεως
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 18 (Σ. Ὁπλοποιία.), στίχ. 353 (στίχοι 352-353)
    ἐν λεχέεσσι δὲ θέντες ἑανῷ λιτὶ κάλυψαν | ἐς πόδας ἐκ κεφαλῆς, καθύπερθε δὲ φάρεϊ λευκῷ.
    πατόκορφα τον σκέπασαν στην κλίνην που τον θέσαν | κι ένα σινδόνι και λευκό σάβανο επάνω απλώσαν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ἀριστοφάνης, Πλοῦτος, στίχ. 650 (649-650)
    ἄκουε τοίνυν, ὡς ἐγὼ τὰ πράγματα | ἐκ τῶν ποδῶν εἰς τὴν κεφαλήν σοι πάντ᾽ ἐρῶ.
    Άκου λοιπόν, κι εγώ θα σου ιστορήσω | τη φασαρία απ᾽ την κορφή ως τα νύχια.
    Μετάφραση (1956): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Ι. Ν. Ζαχαρόπουλος @greeklanguage.gr

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

και

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.