πούς
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Ονομαστική | πούς | πόδε | πόδες |
Γενική | ποδός | ποδοῖν | ποδῶν |
Δοτική | ποδί | ποδοῖν | ποσί(ν) |
Αιτιατική | πόδᾰ | πόδε | πόδᾰς |
Κλητική | πούς | πόδε | πόδες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds < *ped- (περπατώ, βαδίζω). Συγγενές με τα (λατινικά) pes, (αγγλοσαξονικά) fot και (αγγλικά) foot
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πούς αρσενικό
- πόδι, το μέρος του σώματος
- το κάτω μέρος του σώματος
- οι πρόποδες βουνού
- η βάση
- το κατώτατο άκρο του ιστίου (συνήθως πόδες, στον πληθυντικό)
- το σχοινί με το οποίο χαλαρώνονται ή τεντώνονται τα ιστία, η σκότα
- (μετρική) μετρικός πόδας
- μονάδα μέτρησης μήκους (περίπου 0,30 μ.)
- ο μετρικός πους: σταθερό άθροισμα συλλαβών
- στον πληθ. σημαίνει και τον αγώνα δρόμου και την ταχύτητα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- παρ' ποδός : για δουλειές του ποδαριού
- παρ' ποδί και ἐν ποσί και παρά πόδα: κοντά
- παρά πόδα : σε μια στιγμή
- ἐκ ποδῶν και ἐκποδών : μακριά
- κατά πόδας: από κοντά, αλλά από πίσω, ακολουθώντας, όπισθεν
- ἐπί πόδα: προχωρώντας προς τα πίσω
- σύν πατρός ποδί: μαζί με τον πατέρα, με τη βοήθειά του
- ἐφ' ἑνός ποδός: μόνος
- ἀφ' ἡσύχου ποδός: ήσυχα, στις μύτες των ποδιών
- παρ' ποδί νηός: δίπλα στο πηδάλιο του πλοίου
Επεξεργασία
- πέδη
- πέδον
- πέδιλον
- πηδόν
- πέζα
- πεζός
- ο ποδεών-ῶνος
- ποδιαῖος,α,ον (μήκους ενός ποδός)
- ποδίζω (δένω τα πόδια)
- ποδιστήρ,-ῆρος
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ποδαγός ( + ἄγω) και δωρικός τύπος ποδηγός
- ποδαγράω και ποδάγρα και ποδαγρικός και ποδαγρός
- ο ποδανιπτήρ, -ῆρος και το ποδάνιπτρον
- ποδαργός και Πόδαργος (άλογο του Έκτορα και του Μενέλαου) και Ποδάργη (άρπυια)
- ποδάρκης,ης,ες (ταχύς)
- ποδένδυτος,ος,ον
- ποδηνεκής,ής,ές ( ἤνεγκον < φέρω) και ποδήρης,ης,ες (που φτάνει ως τα πόδια)
- ποδήνεμος (ἄνεμος)
- η ποδοκάκη ή ποδοκάκκη ( και ξύλον)
- η ποδοστράβη
- ποδόψηστρον (ψάω)
- ποδώκης,ης,ες και ποδώκεια
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πούς» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ. Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012.
- «πούς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.