πούς
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ποδ- | |||||
ονομαστική | ὁ | πούς | οἱ | πόδες | |
γενική | τοῦ | ποδός | τῶν | ποδῶν | |
δοτική | τῷ | ποδῐ́ | τοῖς | ποσῐ́(ν) | |
αιτιατική | τὸν | πόδᾰ | τοὺς | πόδᾰς | |
κλητική ὦ! | πούς | πόδες | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πόδε | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ποδοῖν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'πούς' όπως «πούς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- πούς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *pṓds < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ped- (περπατώ, βαδίζω).[1] Συγγενή: λατινική pes, αγγλοσαξονική fot, αγγλική foot
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
πούς αρσενικό
- (ανατομία) πόδι, το μέρος του σώματος
- το κάτω μέρος του σώματος
- (γεωγραφία) οι πρόποδες βουνού
- η βάση
- (ναυπηγικός όρος) το κατώτατο άκρο του ιστίου (συνήθως πόδες, στον πληθυντικό)
- (ναυτικός όρος) το σχοινί με το οποίο χαλαρώνονται ή τεντώνονται τα ιστία, η σκότα
- (μετρική) μετρικός πόδας, ο μετρικός πους: σταθερό άθροισμα συλλαβών
- (μονάδα μέτρησης) μήκους (περίπου 0,30 μ.)
- (στον πληθυντικό) → δείτε τη λέξη πόδες αγώνας δρόμου, ταχύτητα
Άλλες μορφέςΕπεξεργασία
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- παρ' ποδός: για δουλειές του ποδαριού
- παρ' ποδί, ἐν ποσί και παρὰ πόδα: κοντά
- παρὰ πόδα: σε μια στιγμή
- ἐκ ποδῶν, ἐκποδών: μακριά
- κατὰ πόδα: από κοντά, αλλά από πίσω, ακολουθώντας, όπισθεν
- ἐπὶ πόδα: προχωρώντας προς τα πίσω
- σὺν πατρὸς ποδί: μαζί με τον πατέρα, με τη βοήθειά του
- ἐφ' ἑνὸς ποδός: μόνος
- ἀφ' ἡσύχου ποδός: ήσυχα, στις μύτες των ποδιών
- παρ' ποδὶ νηός: δίπλα στο πηδάλιο του πλοίου
Επεξεργασία
ετυμολογικό πεδίο
-πους, ποδ-
-πους, ποδ-
ΣύνθεταΕπεξεργασία
- ποδο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ποδο- στο Βικιλεξικό
- Λέξεις ποδ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
- -πους Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -πους στο Βικιλεξικό
- Λέξεις -πους @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
και
με άλλα συνθετικά:
- ἀερσιπόδης
- αἰγιπόδης
- αἰγοπόδης
- αἱματοσπόδητος
- ἀκροποδητί
- ἀκροπόδιον
- ἀλετροπόδιον
- ἁμαξήποδες
- ἁμαξόποδες
- ἀναποδισμός
- ἀναποδιστής
- ἀναποδιστικός
- ἀναποδίζω
- ἀνδράποδον & συγγενικά
- ἀντίποδες
- ἀνυποδεσία
- ἀνυποδήματος
- ἀνυποδησία
- ἀνυποδητέω
- ἀνυπόδητος
- ἀπαραπόδιστος
- ἀποδία
- ἄποδον
- ἄποδος
- ἀργιπόδης
- αὐτοποδητί
- αὐτοποδί
- αὐτοποδία
- γερανοπόδιον
- γυμνοποδέω
- γυμνοπόδης
- γυμνοπόδιον
- δαμαλοπόδια
- δασυπόδειος
- δασυπόδιον
- διαποδισμός
- διαποδίζω
- διπόδης
- διποδία
- διποδιάζω
- διποδισμός
- ἐξανδραποδίζω & συγγενικά
- ἑξαποδία
- ἑξποδιαῖος
- εἰλιπόδης
- ἐκποδών
- ἐλεπόδιον
- ἐλλόποδες
- ἐμπόδιος, ἐμποδίζω, ἐμποδών & συγγενικά
- ἐπαναποδίζω
- ἐπιπόδιος
- ἑπταπόδης
- ἑτεροποδέω
- εὐποδία
- εὐυπόδητος
- ἡμιποδιαῖος
- ἡμιπόδιον
- ἡμιπόδιος
- ἱερακοπόδιον
- ἱππόποδες
- ἱστόποδες
- καλαπόδιον
- καλοπόδιον
- καμηλοπόδιον
- καταπόδα
- καταποδίζω
- κλειτοπόδιον
- κλινοπόδιον
- κονίποδες
- κορωνοπόδιον
- κορωνοποδώδης
- κυλλοποδίων
- Κυλλοποδίων
- κυνήποδες
- κυνοπόδιον
- λαβροπόδης
- λαθροπόδης
- λεοντοπόδιον
- λευκοποδήρης
- Λυκόποδες
- μονοποδία
- ναύποδα
- ναυσίποδες
- νεόποδες
- ξυλοπόδης
- ὀξυποδέω
- ὀξυποδητής
- ὀξυποδία
- Οἰδιπόδας
- Οἰδιπόδειος
- Οἰδιπόδης
- ὀκταπόδης
- ὀκταπόδιον
- ὀρθοποδέω
- ὀρθοπόδης
- παραπόδιος
- παραποδισμός
- παραποδιστός
- παραποδίζω
- παρεμποδισμός
- παρεμποδίζω
- παρεμποδών
- παρπόδιος
- πενθημιπόδιος
- περιπόδιος
- πολυπόδειος
- πολυπόδης
- πολυποδία
- πολυπόδιον
- πολυποδίτης
- πολυποδώδης
- πουλυπόδειος
- προποδισμός
- προποδιστικός
- προποδίζω
- προποδών
- Σκιάποδες
- σκιμπόδιον
- σκιρτοπόδης
- στραβοπόδης
- συμποδηγετέω
- συμποδηγέω
- συμποδισμός
- συμποδίζω
- συριγγόποδες
- συρόποδες
- σχιζοποδία
- ταὐτοποδία
- τετραποδηδόν
- τετραπόδης
- τετραποδητί
- τετραποδία
- τετραποδισμός
- τετραποδιστής
- τετραποδιστί
- τετραποδίζω
- τετράποδος
- τραγῳδοποδάγρα
- τριημιπόδιον
- τριπόδειος
- τριποδηφορέω
- τριποδηφορικός
- τριποδηφόρος
- τριπόδης
- τριποδία
- τριπόδιον
- τριπόδιος
- τριποδίζω
- τριποδοειδής
- ὑπόδημα & συγγενικά
- ὑποποδία
- ὑποπόδιον
- ὑποποδισμός
- ὑποποδίζω
- ὑψιπόδης
- ὠκυπόδης
- χειροπόδης
- ψαυκροπόδης
- ψηττόποδες
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «πούς» - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- «πούς» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.