Ετυμολογία

επεξεργασία
καταπόδα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κατὰ πόδα → δείτε και τη λέξη καταπόδας ([[κατά πόδας|κατὰ πόδας}})

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈpo.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐πό‐δα

  Επίρρημα

επεξεργασία

καταπόδα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Επίρρημα

επεξεργασία

καταπόδα