καταπόδι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταπόδι < μεσαιωνική ελληνική καταπόδι(ν) < αρχαία ελληνική κατά πόδας / κατά πόδα
Επίρρημα
επεξεργασίακαταπόδι
- (λαϊκότροπο) άλλη μορφή του καταπόδας / καταπόδα
Μεταφράσεις
επεξεργασία καταπόδι
|