Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδίζω < μεσαιωνική ελληνική ποδίζω[1] [2] < αρχαία ελληνική πούς

ποδίζω

  1. (ναυτικός όρος) βρίσκω προσωρινό καταφύγιο από την κακοκαιρία
  2. (ναυτικός όρος) απομακρύνομαι από την κατεύθυνση του ανέμου
     συνώνυμα: ορτσάρω

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ποδίζω < πούς

ποδίζω

  1. δένω τα πόδια
  2. που έχει πόδια (το παθητικό)
  3. πεποδισμένα ζώα (εκείνα που έχουν πόδια)
  4. συνθέτω με το ποιητικό μέτρο του ποδός
    τροχαϊκῶς ποδίζεσθαι
  5. ίσως σημαίνει και το χορεύω
  1. ποδίζωΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. ποδίζω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)