καταφύγιο
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | καταφύγιο | τα | καταφύγια |
γενική | του | καταφύγιου & καταφυγίου |
των | καταφύγιων & καταφυγίων |
αιτιατική | το | καταφύγιο | τα | καταφύγια |
κλητική | καταφύγιο | καταφύγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- καταφύγιο < αρχαία ελληνική καταφύγιον, υποκοριστικό του καταφυγή < καταφεύγω
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ka.taˈfi.ʝi.o/
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
καταφύγιο ουδέτερο
- εκεί που κάποιος είναι ή αισθάνεται προστατευμένος από κάτι εχθρικό ή απειλητικό