• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

καταφύγιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καταφύγιο τα καταφύγια
      γενική του καταφύγιου
& καταφυγίου
των καταφύγιων
& καταφυγίων
    αιτιατική το καταφύγιο τα καταφύγια
     κλητική καταφύγιο καταφύγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
καταφύγιο < αρχαία ελληνική καταφύγιον, υποκοριστικό του καταφυγή < καταφεύγω

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.taˈfi.ʝi.o/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

καταφύγιο ουδέτερο

  • εκεί που κάποιος είναι ή αισθάνεται προστατευμένος από κάτι εχθρικό ή απειλητικό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • καταφυγή
  • Καταφυγιώτης, Καταφυγιώτισσα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    καταφύγιο
  • αγγλικά : shelter (en), refuge (en)
  • γαλλικά : abri (fr), refuge (fr), asile (fr), repaire (fr)
  • γερμανικά : Zuflucht (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=καταφύγιο&oldid=6951101"
Τελευταία επεξεργασία στις 25 Οκτωβρίου 2024, στις 14:26

Γλώσσες

    • English
    • Français
    • Kurdî
    • Lëtzebuergesch
    • Limburgs
    • Malagasy
    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 25 Οκτωβρίου 2024, στις 14:26.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας