προστατευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προστατεύω
Μετοχή
επεξεργασίαπροστατευμένος, -η, -ο
- που έχει προστασία
- Το σπίτι είναι καλά προστατευμένο: έχουμε κάγκελα, συναγερμό, σκύλο
- Εζησε πάντα προστατευμένη', γιατί πρώτα την είχαν σε γυάλα οι γονείς της και μετά ανέλαβε ο άντρας της
- προστατευμένο σπορείο/προστατευμένος' υπολογιστής
- → δείτε τη λέξη προστατεύω