↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προστατευμένος η προστατευμένη το προστατευμένο
      γενική του προστατευμένου της προστατευμένης του προστατευμένου
    αιτιατική τον προστατευμένο την προστατευμένη το προστατευμένο
     κλητική προστατευμένε προστατευμένη προστατευμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προστατευμένοι οι προστατευμένες τα προστατευμένα
      γενική των προστατευμένων των προστατευμένων των προστατευμένων
    αιτιατική τους προστατευμένους τις προστατευμένες τα προστατευμένα
     κλητική προστατευμένοι προστατευμένες προστατευμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προστατευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προστατεύω

προστατευμένος, -η, -ο

  • Το σπίτι είναι καλά προστατευμένο: έχουμε κάγκελα, συναγερμό, σκύλο
  • Εζησε πάντα προστατευμένη', γιατί πρώτα την είχαν σε γυάλα οι γονείς της και μετά ανέλαβε ο άντρας της
  • προστατευμένο σπορείο/προστατευμένος' υπολογιστής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία