protégé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | protégé | protégés |
θηλυκό | protégée | protégées |
Μετοχή
επεξεργασίαprotégé (fr)
- μετοχή αορίστου του ρήματος protéger
- προστατευμένος, προφυλαγμένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprotégé (fr) αρσενικό