Ετυμολογία

επεξεργασία
προστατεύω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προστατεύω (ελληνιστική σημασία: είμαι φύλακας, αρχαία σημασία: είμαι ηγέτης) < προστάτης → δείτε τις λέξεις πρό και ἵσταμαι (θέμα στα-) & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική protéger [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pɾo.staˈte.vo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐στα‐τεύ‐ω

προστατεύω, αόρ.: προστάτεψα, παθ.φωνή: προστατεύομαι, π.αόρ.: προστατεύτηκα/-εύθηκα, μτχ.π.π.: προστατευμένος

  1. παρέχω προστασία, φυλάω κάποιον από κάτι κακό ή από το ενδεχόμενο να απειληθεί, φροντίζω για την ασφάλεια κάποιου, προφυλάσσω κάποιον από τυχόν κινδύνους
    ⮡  προστατεύω τα παιδιά, το σπίτι μου, την υγεία μου, τα δάση, το περιβάλλον
    ⮡  Το κράτος πρέπει να προστατεύει τους πολίτες, τις καλές τέχνες, τα εγχώρια προϊόντα, τον εργαζόμενο, τις ελευθερίες.
    ⮡  Τα τείχη προστάτευαν τις αρχαίες πόλεις.
    ⮡  Η τέντα προστατεύει από τον ήλιο.
  2. παράνομα και παρασκηνιακά υποστηρίζω κάποιον
    ⮡  Ποιοι προστατεύουν όσους προκαλούν συστηματικά προβοκάτσιες στις διαδηλώσεις;

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη προστάτης

→ λείπει η κλίση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
προστατεύω < προστάτης < προ- + θέμα στα- του ἵσταμαι, μεσοπαθητικής φωνής του ἵστημι [1]

προστατεύω

  1. είμαι ηγέτης, είμαι κυβερνήτης, ηγέτης
    ※  5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Ἀπομνημονεύματα, 3, 4.6
    λέγεις σύ, ἔφη, ὦ Σώκρατες, ὡς τοῦ αὐτοῦ ἀνδρός ἐστι χορηγεῖν τε καλῶς καὶ στρατηγεῖν; λέγω ἔγωγ᾽, ἔφη, ὡς, ὅτου ἄν τις προστατεύῃ, ἐὰν γιγνώσκῃ τε ὧν δεῖ καὶ ταῦτα πορίζεσθαι δύνηται, ἀγαθὸς ἂν εἴη προστάτης, εἴτε χοροῦ εἴτε οἴκου εἴτε πόλεως εἴτε στρατεύματος προστατεύοι.
    λείπει η μετάφραση
  2. (ελληνιστική σημασία) προστατεύω

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη προστάτης

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.