απροστάτευτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απροστάτευτος < (ελληνιστική κοινή) ἀπροστάτευτος
Επίθετο επεξεργασία
απροστάτευτος
- που δεν είναι προστατευμένος, που είναι χωρίς προστασία, εκτεθειμένος, ευάλωτος
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
απροστάτευτος
|